- σπάδιξ
- -ικος, ὁ και ἡ, Αβλ. σπάδικας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… … Dictionary of Greek
σπαδίκιον — τὸ, Α [σπάδιξ, ικος] υποκορ. τ. τού σπάδιξ … Dictionary of Greek
BADIUS — equi nomen in Circensibus; a colore, qui in equis commendatur. Dictus autem hic est quasi Βἃδιος, a βαὶς, quae ramulum palmae significat, unde et spadix color, et spadix equus. Philargyrus, Spadix et Phoenicius est, quales sunt fructus palmarum,… … Hofmann J. Lexicon universale
PHOENICEUS Color — in equis, Latinis appellatur, a colore palmitis palmei, qui φοῖνιξ Graece, alias spadix et baldius. Nam et σπάδιξ, termes palmae Graecis. Sed et φοῖνιξ hic color iisdem, et equus φοίνιξ Homero, Il. ψ. v. 454. Οἱ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν. Ab eo … Hofmann J. Lexicon universale
PUNICEUS Color — exsuperantiam, ut loquitur A. Gellius, splendoremque ruboris significat; diversus a phoeniceo; licet eôdem uterque nomine Graecis dicatur φοῖνεξ. Sed Puniceum etiam φοινικοῦν vocitatur. Phoeniceum enim Philargyro nec diluti coloris est neque… … Hofmann J. Lexicon universale
σπά — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… … Dictionary of Greek
σπάδων — ωνος και οντος, ὁ, Α 1. ευνούχος («εἰ σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν», Πλούτ.) 2. ευνουχισμένο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + επίθημα ων (πρβλ. κώδ ων) βλ. και λ. σπάω] … Dictionary of Greek
σπαδίζω — Α αποσπώ, γδέρνω («σπαδίξας δὲ αὐτοῡ τὸ δέρμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + κατάλ. ίζω (βλ. και λ. σπάω)] … Dictionary of Greek
σπαδικανθή — τα, Ν τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, η οποία είχε ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα το ότι η ταξιανθία τών φυτών που περιλάμβανε ήταν σπάδικας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σπαδικοφόρος — και, δ. γρφ., σπαδεικοφόρος, ὁ, Α 1. αυτός που φέρει κλαδί φοίνικα 2. ονομασία αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάδιξ, ικος «κλαδί φοίνικα» + φόρος*] … Dictionary of Greek